- ξηραινόμενος
- ξηραίνω—parchpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νοτιώ — νοτιῶ, άω (Α) [νότιος] είμαι γεμάτος υγρασία, είμαι υγρός, στάζω («ξηραινόμενος γὰρ ὅλως, κενοῡται, νοτιῶν δέ, ἐκφύεται», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek